- πεδιονόμος
- -ο / πεδιονόμος, -ον, ΝΑνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμοςζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών τής Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφααρχ.1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» — θεοί τών πεδιάδων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + -νόμος*. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pedionomus].
Dictionary of Greek. 2013.